δούλεμα — το 1. επεξεργασία: Η ζύμη θέλει καλό δούλεμα για να γίνει ελαστική. 2. καλλιέργεια: Ο κήπος θέλει δούλεμα. 3. πείραγμα, κοροϊδία: Μόλις τον είδαν τον άρχισαν στο δούλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δούλευμα — το βλ. δούλεμα … Dictionary of Greek
κατεργασία — η (Α κατεργασία) [κατεργάζομαι] 1. η προσεκτική επεξεργασία ενός πράγματος, το δούλεμα ή το άργασμα ενός υλικού για να κατασκευαστεί κάτι από αυτό («α. χημική κατεργασία τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «κατεργασία ἀργυρίου», Πολ.) 2. η … Dictionary of Greek
λεπτουργία — η (AM λεπτουργία) [λεπτουργός] καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.) μσν. (για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή αρχ. 1. λεπτολογία… … Dictionary of Greek
Σεν Τσου — Κινέζος ζωγράφος, καλλιγράφος και ποιητής (Ουμεν, Σουτσόου 1427 1509). Υπήρξε ιδρυτής της σχολής του ζωγραφικού κινήματος που έμεινε γνωστό με το όνομα Ου, από το όνομα της ομώνυμης επαρχίας όπου γεννήθηκε. Υπέστη την επίδραση των δασκάλων «Ουέν… … Dictionary of Greek
Τζαμάικα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Βρίσκεται νότια της Κούβας και βρέχεται ολόγυρα από την Καραϊβική.Άλλοτε βρετανική αποικία, η Tζαμάικα είναι από τις 6 Aυγούστου 1962 ανεξάρτητο κράτος στο πλαίσιο της βρετανικής Kοινοπολιτείας.Διοικητικά διαιρείται … Dictionary of Greek
γάζωμα — γάζωμα, το και γαζί, το 1. το να γαζώνει κανείς κάτι: Έδωσα στη μοδίστρα τα ρούχα για γάζωμα. 2. μτφ., το πείραγμα, το δούλεμα που δε γίνεται εύκολα αντιληπτό: Είναι άνθρωπος για γάζωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαζί — το 1. πυκνή ραφή: Πέρασε γαζί τον ποδόγυρο της φούστας. 2. μτφ., η κοροϊδία, το πείραγμα, το δούλεμα με τρόπο που δε γίνεται εύκολα αντιληπτό: Ήταν αγαθός και τον κορόιδευαν ψιλό γαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξεργασία — η 1. επιμελημένη επεξεργασία, κατεργασία, δούλεμα, άργασμα. 2. (ιατρ.), το σύνολο των εξελικτικών φαινομένων νοσηρής κατάστασης, λειτουργικής ή ανατομικής. 3. (βιολ.), το σύνολο των φυσικοχημικών εργασιών που γίνονται σε ζωντανό οργανισμό για την … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επεξεργασία — η 1. τελειοποίηση, συμπλήρωση ή διόρθωση για τελειότερη εμφάνιση, το δούλεμα. 2. σχήμα λόγου όπου γίνεται ευρύτερη ανάπτυξη μιας λέξης ή μιας φράσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)